Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grùmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrumo]

1 (farina) ο σβόλος
2 (sangue) ο θρόμβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gruma grumolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grullaggine (θηλ.ουσ)
grulleria (θηλ.ουσ)
grullo (ουσ αρσ )
grullo (επίθ.)
gruma (θηλ.ουσ)
grumo (ουσ αρσ )
grumolo (ουσ αρσ )
grumoso (επίθ.)
gruppettaro (αρσ. επίθ και ουσ)
gruppetto (ουσ αρσ )
gruppo (ουσ αρσ )
gruppuscolo (ουσ αρσ )
gruviera (ουσ αρσ και θηλ.)
gruzzolo (ουσ αρσ )
guaciaro (ουσ αρσ )
guaco (ουσ αρσ )
guada (θηλ.ουσ)
guadabile (επίθ.)
guadagnare (ρ.αμτβ.)
guadagnare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---