Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grossolanaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [grossolanaˈmente]

1 πρόστυχα
2 χονδροειδώς
3 χυδαία
4 αγενώς
5 χοντρά
6 χωριάτικα
7 άξεστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grosso grossolanità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grosseria (θηλ.ουσ)
grossezza (θηλ.ουσ)
grossista (ουσ αρσ και θηλ.)
grosso (ουσ αρσ )
grosso (επίθ.)
grossolanamente (επίρ.)
grossolanità (θηλ.ουσ)
grossolano (επίθ.)
grossomodo, grosso modo (επίρ.)
grotta (θηλ.ουσ)
grottesca (θηλ.ουσ)
grottesco (ουσ αρσ )
grottesco (επίθ.)
grotto (ουσ αρσ )
groviera (ουσ αρσ και θηλ.)
groviglio (ουσ αρσ )
gru (θηλ.ουσ)
gruccia (θηλ.ουσ)
gruccione (ουσ αρσ )
grufolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---