Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gròsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔsso]

1 κύριο σώμα
2 το κυριότερο ή μεγαλύτερο τμήμα
3 κύριος όγκος
4 κύριο τμήμα
5 πλειονότητα
6 τα μάλιστα
7 παλιό ασημένιο νόμισμα
8 το πλείστον
9 πλειοψηφία
10 ο περισσότερος

gròsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔsso]

1 (grande) ογκώδης (-ης, -ες)
2 (spesso) χοντρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grossista grossolanamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


grosso modo = μέσες άκρες || un grosso errore [αρσ.] = ένα χοντρό λάθος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grossagrana (θηλ.ουσ)
grossamente (επίρ.)
grosseria (θηλ.ουσ)
grossezza (θηλ.ουσ)
grossista (ουσ αρσ και θηλ.)
grosso (ουσ αρσ )
grosso (επίθ.)
grossolanamente (επίρ.)
grossolanità (θηλ.ουσ)
grossolano (επίθ.)
grossomodo, grosso modo (επίρ.)
grotta (θηλ.ουσ)
grottesca (θηλ.ουσ)
grottesco (ουσ αρσ )
grottesco (επίθ.)
grotto (ουσ αρσ )
groviera (ουσ αρσ και θηλ.)
groviglio (ουσ αρσ )
gru (θηλ.ουσ)
gruccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---