ItalianoGreco


grossolàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [grossoˈlano]

1 άξεστος
2 ακαλαίσθητος
3 χοντρός σε τρόπους
4 χυδαίος
5 αγροίκος
6 τραχύς
7 χοντροκομμένος
8 ακατέργαστος
9 αγενής
10 πρόστυχος
11 χονδροειδής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---