Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gròtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔtta]

1 η σπηλιά
2 (speleologica) το σπήλαιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grossomodo, grosso modo grottesca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grosso (επίθ.)
grossolanamente (επίρ.)
grossolanità (θηλ.ουσ)
grossolano (επίθ.)
grossomodo, grosso modo (επίρ.)
grotta (θηλ.ουσ)
grottesca (θηλ.ουσ)
grottesco (ουσ αρσ )
grottesco (επίθ.)
grotto (ουσ αρσ )
groviera (ουσ αρσ και θηλ.)
groviglio (ουσ αρσ )
gru (θηλ.ουσ)
gruccia (θηλ.ουσ)
gruccione (ουσ αρσ )
grufolare (ρ.αμτβ.)
grufolarsi (ρ.μ. (αντων.))
grugare (ρ.αμτβ.)
grugnire (ρ.αμτβ.)
grugnito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---