Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gròssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔssa]

1 δώδεκα ντουζίνες
2 ο πιο βαθύς (τρίτος) ύπνος του μεταξοσκώληκα
3 ντουζίνα
4 γρόσα
5 δωδεκάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gros–grain grossaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

groppo (ουσ αρσ )
gropponata (θηλ.ουσ)
groppone (ουσ αρσ )
gropposo (επίθ.)
gros–grain (ουσ αρσ )
grossa (θηλ.ουσ)
grossaggine (θηλ.ουσ)
grossagrana (θηλ.ουσ)
grossamente (επίρ.)
grosseria (θηλ.ουσ)
grossezza (θηλ.ουσ)
grossista (ουσ αρσ και θηλ.)
grosso (ουσ αρσ )
grosso (επίθ.)
grossolanamente (επίρ.)
grossolanità (θηλ.ουσ)
grossolano (επίθ.)
grossomodo, grosso modo (επίρ.)
grotta (θηλ.ουσ)
grottesca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---