Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgròssa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔssa] 1 δώδεκα ντουζίνες 2 ο πιο βαθύς (τρίτος) ύπνος του μεταξοσκώληκα 3 ντουζίνα 4 γρόσα 5 δωδεκάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |