Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgroppóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gropˈpone] 1 πλάτη ανθρώπου 2 ράχη (ανθρώπου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |