Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grossàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grosˈsadʤine]

1 ατζαμοσύνη
2 απειροτεχνία
3 άστοχη παρατήρηση
4 γκάφα
5 ατεχνία
6 αδεξιότητα
7 αγαρμποσύνη
8 σκαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grossa grossagrana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gropponata (θηλ.ουσ)
groppone (ουσ αρσ )
gropposo (επίθ.)
gros–grain (ουσ αρσ )
grossa (θηλ.ουσ)
grossaggine (θηλ.ουσ)
grossagrana (θηλ.ουσ)
grossamente (επίρ.)
grosseria (θηλ.ουσ)
grossezza (θηλ.ουσ)
grossista (ουσ αρσ και θηλ.)
grosso (ουσ αρσ )
grosso (επίθ.)
grossolanamente (επίρ.)
grossolanità (θηλ.ουσ)
grossolano (επίθ.)
grossomodo, grosso modo (επίρ.)
grotta (θηλ.ουσ)
grottesca (θηλ.ουσ)
grottesco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---