Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gronchio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgronkjo]

ασάλευτος (για χέρι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grommoso gronda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gromma (θηλ.ουσ)
grommare (ρ.αμτβ.)
grommarsi (ρ.μ. (αντων.))
grommato (επίθ.)
grommoso (επίθ.)
gronchio (επίθ.)
gronda (θηλ.ουσ)
grondaia (θηλ.ουσ)
grondante (επίθ.)
grondare (ρ.αμτβ.)
grondare (ρ. μτβ.)
grondatoio (ουσ αρσ )
grondatura (θηλ.ουσ)
grondone (ουσ αρσ )
grongo (ουσ αρσ )
groppa (θηλ.ουσ)
groppata (θηλ.ουσ)
groppiera (θηλ.ουσ)
groppo (ουσ αρσ )
gropponata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---