Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgròlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɔlla] 1 πλατύστομο κύπελλο 2 ξύλινο ποτήρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |