Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grippàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gripˈpare]

1 αδράχνω
2 δένω
3 δεσμεύω
4 περιαδράχνω
5 αρπάζω
6 βουτάω
7 τσακώνω

grippàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gripˈparsi]

1 δράττομαι
2 κρατιέμαι
3 αρπάζομαι
4 προσδένομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grippaggio grippe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grinza (θηλ.ουσ)
grinzoso (επίθ.)
grinzume (ουσ αρσ )
grinzuto (επίθ.)
grippaggio (ουσ αρσ )
grippare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gripparsi (ρ. μ. αμτβ.)
grippe (θηλ.ουσ)
grippia (θηλ.ουσ)
grippo (ουσ αρσ )
grisaglia (θηλ.ουσ)
grisella (θηλ.ουσ)
grisetta (θηλ.ουσ)
grisou (ουσ αρσ )
grissinificio (ουσ αρσ )
grissino (ουσ αρσ )
grisù (ουσ αρσ )
groenlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
groenlandese (επίθ.)
Groenlandia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---