Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrìnza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrintsa] 1 ζάρα 2 τσαλάκωμα 3 πτυχή 4 ρυτίδα 5 ζαρωματιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |