Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrintóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [grinˈtoso], [grinˈtozo] 1 ευθαρσής 2 θαρρετός 3 θαρραλέος 4 σθεναρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |