Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgridìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [griˈdio] 1 ούρλιασμα 2 σκούξιμο 3 στρίγκλισμα 4 ξεφώνημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |