Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gregàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [greˈgarjo]

1 στρατιώτης
2 ακόλουθος
3 οπαδός κόμματος
4 μέλος ομάδας ποδηλασίας

gregàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [greˈgarjo]

1 κοινωνικός
2 αγελαίος
3 ζων σε κοινότητα (για μέλισσες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  greco–romano gregarismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grecizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
greco (ουσ αρσ )
greco (επίθ.)
greco–ortodosso (αρσ. επίθ και ουσ)
greco–romano (επίθ.)
gregario (ουσ αρσ )
gregario (επίθ.)
gregarismo (ουσ αρσ )
gregge (ουσ αρσ )
greggio (ουσ αρσ )
greggio (επίθ.)
gregoriano (επίθ.)
gregorio (ουσ αρσ )
grembiulata (θηλ.ουσ)
grembiule (ουσ αρσ )
grembiulino (ουσ αρσ )
grembo (ουσ αρσ )
gremire (ρ. μτβ.)
gremirsi (ρ.μ. (αντων.))
gremito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---