Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrèco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɛko] 1 (persona) ο Έλληνας, η Ελληνίδα 2 (lingua) τα ελληνικά grèco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgrɛko] ελληνικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcome si dice in greco? = πώς το λένε στα Ελληνικά; || greco moderno = νεοελληνικός [-ή, -ό] || i Greci [αρσ. πλυθ.] nel mondo = ο απόδημος ελληνισμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |