gravóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [graˈvoso], [graˈvozo]
1 συνθλιπτικός
2 ψυχοπλακωτικός
3 απαιτών μεγάλη ακρίβεια
4 τυραννικός
5 επαχθής
6 επίμοχθος
7 ενοχλητικός
8 δύσκολος
9 βαρύς
10 δυσβάστακτος
11 εξαντλητικός
12 δυσάρεστος
13 απαιτητικός
14 καταθλιπτικός
15 καταπιεστικός
16 αβάσταχτος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [graˈvoso], [graˈvozo]
1 συνθλιπτικός
2 ψυχοπλακωτικός
3 απαιτών μεγάλη ακρίβεια
4 τυραννικός
5 επαχθής
6 επίμοχθος
7 ενοχλητικός
8 δύσκολος
9 βαρύς
10 δυσβάστακτος
11 εξαντλητικός
12 δυσάρεστος
13 απαιτητικός
14 καταθλιπτικός
15 καταπιεστικός
16 αβάσταχτος
permalink
gravoso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android