Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgràve
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrave] 1 βαρύ σώμα 2 σοβαρότητα 3 βάρος gràve επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgrave] βαρύς (-ειά, -ύ), σοβαρός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmalato [αρσ.] grave = ο άρρωστος βαριά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |