Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gravàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈvame]

1 άχθος
2 φόρτωμα
3 φόρος
4 σκληρή απαίτηση
5 υποθήκη
6 επαύξηση βάρους
7 φορτίο
8 βάρος
9 ζαλιά
10 επαύξηση βάρους
11 επιβάρυνση
12 επαύξηση δαπάνης
13 επιφόρτιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gravabile gravare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grattugiare (ρ. μτβ.)
gratuità (θηλ.ουσ)
gratuitamente (επίρ.)
gratuito (επίθ.)
gravabile (επίθ.)
gravame (ουσ αρσ )
gravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gravato (επίθ.)
grave (ουσ αρσ )
grave (επίθ.)
gravemente (επίρ.)
graveolente (επίθ.)
graveolenza (θηλ.ουσ)
gravezza (θηλ.ουσ)
gravidanza (θηλ.ουσ)
gravidico (επίθ.)
gravido (επίθ.)
gravimetria (θηλ.ουσ)
gravimetrico (επίθ.)
gravimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---