Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gratuitaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [gratuitaˈmente]

1 χωρίς μισθό
2 τσάμπα
3 δωρεάν
4 αμισθί
5 χωρίς αμοιβή
6 τζάμπα
7 χάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gratuità gratuito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grattatura (θηλ.ουσ)
grattino (ουσ αρσ )
grattugia (θηλ.ουσ)
grattugiare (ρ. μτβ.)
gratuità (θηλ.ουσ)
gratuitamente (επίρ.)
gratuito (επίθ.)
gravabile (επίθ.)
gravame (ουσ αρσ )
gravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gravato (επίθ.)
grave (ουσ αρσ )
grave (επίθ.)
gravemente (επίρ.)
graveolente (επίθ.)
graveolenza (θηλ.ουσ)
gravezza (θηλ.ουσ)
gravidanza (θηλ.ουσ)
gravidico (επίθ.)
gravido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---