Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grattatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grattaˈtura]

1 γδάρσιμο
2 ξυσμένο υλικό
3 ξύσιμο
4 γρατσουνιά
5 γρατσούνισμα
6 ξυσιματιά
7 ξυσιά
8 ξέσις
9 αμυχή
10 ξύση
11 εκδορά
12 απόξεση
13 ξυσμένο (τυρί)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grattato grattino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grattare (ρ.αμτβ.)
grattare (ρ. μτβ.)
grattarsi (ρ.μ. (αντων.))
grattata (θηλ.ουσ)
grattato (επίθ.)
grattatura (θηλ.ουσ)
grattino (ουσ αρσ )
grattugia (θηλ.ουσ)
grattugiare (ρ. μτβ.)
gratuità (θηλ.ουσ)
gratuitamente (επίρ.)
gratuito (επίθ.)
gravabile (επίθ.)
gravame (ουσ αρσ )
gravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gravato (επίθ.)
grave (ουσ αρσ )
grave (επίθ.)
gravemente (επίρ.)
graveolente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---