Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grattugiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [grattuˈʤare]

1 θρυμματίζω σε λεπτά μέρη
2 τρίβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grattugia gratuità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grattata (θηλ.ουσ)
grattato (επίθ.)
grattatura (θηλ.ουσ)
grattino (ουσ αρσ )
grattugia (θηλ.ουσ)
grattugiare (ρ. μτβ.)
gratuità (θηλ.ουσ)
gratuitamente (επίρ.)
gratuito (επίθ.)
gravabile (επίθ.)
gravame (ουσ αρσ )
gravare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gravato (επίθ.)
grave (ουσ αρσ )
grave (επίθ.)
gravemente (επίρ.)
graveolente (επίθ.)
graveolenza (θηλ.ουσ)
gravezza (θηλ.ουσ)
gravidanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---