Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grattacàpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,grattaˈkapo]

1 μπελάς
2 έγνοια
3 βάσανο
4 σκοτούρα
5 ενόχλημα
6 πονοκέφαλος
7 φασαρία
8 σεκλέτι
9 ανησυχία
10 ενόχληση
11 παρενόχληση
12 παραφόρτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grato grattacielo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gratinare (ρ. μτβ.)
gratinato (επίθ.)
gratis (επίρ.)
gratitudine (θηλ.ουσ)
grato (επίθ.)
grattacapo (ουσ αρσ )
grattacielo (ουσ αρσ )
grattare (ρ.αμτβ.)
grattare (ρ. μτβ.)
grattarsi (ρ.μ. (αντων.))
grattata (θηλ.ουσ)
grattato (επίθ.)
grattatura (θηλ.ουσ)
grattino (ουσ αρσ )
grattugia (θηλ.ουσ)
grattugiare (ρ. μτβ.)
gratuità (θηλ.ουσ)
gratuitamente (επίρ.)
gratuito (επίθ.)
gravabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---