Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gratinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gratiˈnare]

1 μαγειρεύω ο γκρατέν
2 ρίχνω κρούστα από ψημένο τυρί ή βούτυρο (σε φαγητό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gratile gratinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gratifica (θηλ.ουσ)
gratificante (επίθ.)
gratificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gratificazione (θηλ.ουσ)
gratile (ουσ αρσ )
gratinare (ρ. μτβ.)
gratinato (επίθ.)
gratis (επίρ.)
gratitudine (θηλ.ουσ)
grato (επίθ.)
grattacapo (ουσ αρσ )
grattacielo (ουσ αρσ )
grattare (ρ.αμτβ.)
grattare (ρ. μτβ.)
grattarsi (ρ.μ. (αντων.))
grattata (θηλ.ουσ)
grattato (επίθ.)
grattatura (θηλ.ουσ)
grattino (ουσ αρσ )
grattugia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---