Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgratinàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [gratiˈnare] 1 μαγειρεύω ο γκρατέν 2 ρίχνω κρούστα από ψημένο τυρί ή βούτυρο (σε φαγητό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |