Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gratìfica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graˈtifika]

1 πριμ
2 παροχή
3 επίδομα
4 φιλοδώρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  graticolato gratificante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

graticciata (θηλ.ουσ)
graticciato (ουσ αρσ )
graticcio (ουσ αρσ )
graticola (θηλ.ουσ)
graticolato (ουσ αρσ )
gratifica (θηλ.ουσ)
gratificante (επίθ.)
gratificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gratificazione (θηλ.ουσ)
gratile (ουσ αρσ )
gratinare (ρ. μτβ.)
gratinato (επίθ.)
gratis (επίρ.)
gratitudine (θηλ.ουσ)
grato (επίθ.)
grattacapo (ουσ αρσ )
grattacielo (ουσ αρσ )
grattare (ρ.αμτβ.)
grattare (ρ. μτβ.)
grattarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---