Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrassèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [grasˈsɛllo] 1 λαρδί 2 παχύ χοιρινό κρέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |