Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrassàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [grasˈsadʤo] 1 επάλειψη 2 λίπανση 3 γρασάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |