Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grassézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grasˈsettsa]

1 πλούτος
2 γονιμότητα
3 αφθονία
4 παχυσαρκία
5 πολυσαρκία
6 παχύτητα
7 ευσαρκία
8 λίγδα
9 πάχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grassetto grasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grassatore (ουσ αρσ )
grassazione (θηλ.ουσ)
grassella (θηλ.ουσ)
grassello (ουσ αρσ )
grassetto (ουσ αρσ )
grassezza (θηλ.ουσ)
grasso (ουσ αρσ )
grasso (επίθ.)
grassoccio (επίθ.)
grassona (θηλ.ουσ)
grassone (ουσ αρσ )
grassume (ουσ αρσ )
grata (θηλ.ουσ)
gratella (θηλ.ουσ)
graticciata (θηλ.ουσ)
graticciato (ουσ αρσ )
graticcio (ουσ αρσ )
graticola (θηλ.ουσ)
graticolato (ουσ αρσ )
gratifica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---