Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrappìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [grapˈpino] 1 τσιγκέλι 2 ποτό από ρακί 3 άγκυρα 4 αρπάγη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |