Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


granturìsmo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,grantuˈrizmo]

granturismo


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  granturco granulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

granitura (θηλ.ουσ)
granivoro (επίθ.)
grano (ουσ αρσ )
granoturco (ουσ αρσ )
granturco (ουσ αρσ )
granturismo (αρσ. επίθ και ουσ)
granulare (επίθ.)
granulare (ρ. μτβ.)
granulatoio (ουσ αρσ )
granulazione (θηλ.ουσ)
granulo (ουσ αρσ )
granulocito (ουσ αρσ )
granuloma (ουσ αρσ )
granulometria (θηλ.ουσ)
granulometrico (επίθ.)
granulosità (θηλ.ουσ)
granuloso (επίθ.)
grappa (θηλ.ουσ)
grappetta (θηλ.ουσ)
grappino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---