Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


granìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [graˈnitiko]

1 γρανιτικός
2 σκληρός
3 γρανιτένιος
4 απτόητος
5 σταθερός
6 ακλόνητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  granita granito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

graniglia (θηλ.ουσ)
granigliare (ρ. μτβ.)
granire (ρ.αμτβ.)
granire (ρ. μτβ.)
granita (θηλ.ουσ)
granitico (επίθ.)
granito (ουσ αρσ )
granitura (θηλ.ουσ)
granivoro (επίθ.)
grano (ουσ αρσ )
granoturco (ουσ αρσ )
granturco (ουσ αρσ )
granturismo (αρσ. επίθ και ουσ)
granulare (επίθ.)
granulare (ρ. μτβ.)
granulatoio (ουσ αρσ )
granulazione (θηλ.ουσ)
granulo (ουσ αρσ )
granulocito (ουσ αρσ )
granuloma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---