Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [graˈnire] 1 αποκτώ μεστούς σπόρους 2 ξεσποριάζω 3 μεστώνω 4 σποριάζω granìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [graˈnire] 1 κοκκοποιώ 2 σχηματίζω κόκκους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |