Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranìcolo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [graˈnikolo] 1 δημητριακός 2 σιταρένιος 3 καλαμποκένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |