Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gràngia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgranʤa]

1 αχερώνας
2 αχούρι
3 αχυρώνας
4 μοναστήρι με αγροτικές καλλιεργούμενες εκτάσεις
5 αγρόκτημα
6 αποθήκη αγροτική
7 παράγκα
8 αποθήκη
9 φάρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  granfia granguignolesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grandula (θηλ.ουσ)
granellare (ρ. μτβ.)
granello (ουσ αρσ )
granelloso (επίθ.)
granfia (θηλ.ουσ)
grangia (θηλ.ουσ)
granguignolesco (επίθ.)
granicolo (επίθ.)
granicoltura (θηλ.ουσ)
granifero (επίθ.)
graniglia (θηλ.ουσ)
granigliare (ρ. μτβ.)
granire (ρ.αμτβ.)
granire (ρ. μτβ.)
granita (θηλ.ουσ)
granitico (επίθ.)
granito (ουσ αρσ )
granitura (θηλ.ουσ)
granivoro (επίθ.)
grano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---