Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgràndula
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrandula] πάπια με μακριά ουρά οικογένειας Pteroclididae της τάξης Columbiformes permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |