ItalianoGreco


granducàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,granduˈkato]

1 τίτλος μεγάλου Δούκα
2 εξουσία αρχιδούκα
3 μεγάλο Δουκάτο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---