Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grandiosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [grandjosaˈmente]

1 με στόμφο
2 αλαζονικά
3 πομπωδώς
4 εντυπωσιακά
5 φαντασμαγορικά
6 σπουδαία
7 λαμπρά
8 θαυμάσια
9 εξαιρετικά
10 θαυμάσια
11 επιβλητικά
12 μεγαλοπρεπώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grandinio grandiosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grandinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grandinata (θηλ.ουσ)
grandine (θηλ.ουσ)
grandinifugo (επίθ.)
grandinio (ουσ αρσ )
grandiosamente (επίρ.)
grandiosità (θηλ.ουσ)
grandioso (επίθ.)
granduca (ουσ αρσ )
granducale (επίθ.)
granducato (ουσ αρσ )
granduchessa (θηλ.ουσ)
grandufficiale (ουσ αρσ )
grandula (θηλ.ουσ)
granellare (ρ. μτβ.)
granello (ουσ αρσ )
granelloso (επίθ.)
granfia (θηλ.ουσ)
grangia (θηλ.ουσ)
granguignolesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---