Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrandinàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [grandiˈnata] 1 καταιονισμός 2 καταιγισμός 3 χαλάζι 4 χαλαζόπτωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |