Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrandìgia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [granˈdiʤa] 1 επίδειξη 2 οίηση 3 αλαζονεία 4 φιγούρα 5 ξιπασιά 6 περηφάνια 7 έπαρση 8 υπεροψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |