Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grandiloquènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,grandiloˈkwɛntsa]

1 στόμφος
2 μεγαλοστομία
3 κομπασμός
4 καυχησιολογία
5 μεγαλορρημοσύνη
6 βερμπαλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grandigia grandinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grandemente (επίρ.)
grandezza (θηλ.ουσ)
grandguignol (ουσ αρσ )
grandiflora (επίθ.)
grandigia (θηλ.ουσ)
grandiloquenza (θηλ.ουσ)
grandinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grandinata (θηλ.ουσ)
grandine (θηλ.ουσ)
grandinifugo (επίθ.)
grandinio (ουσ αρσ )
grandiosamente (επίρ.)
grandiosità (θηλ.ουσ)
grandioso (επίθ.)
granduca (ουσ αρσ )
granducale (επίθ.)
granducato (ουσ αρσ )
granduchessa (θηλ.ουσ)
grandufficiale (ουσ αρσ )
grandula (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---