Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrandiloquènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,grandiloˈkwɛntsa] 1 στόμφος 2 μεγαλοστομία 3 κομπασμός 4 καυχησιολογία 5 μεγαλορρημοσύνη 6 βερμπαλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |