Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrandiflòra
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,grandiˈflɔra] 1 που κάνει μεγάλα λουλούδια 2 σχετικός με τριανταφυλλιά θάμνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |