Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grandiflòra  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,grandiˈflɔra]

1 που κάνει μεγάλα λουλούδια
2 σχετικός με τριανταφυλλιά θάμνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grandguignol grandigia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grande (επίθ.)
grandeggiare (ρ.αμτβ.)
grandemente (επίρ.)
grandezza (θηλ.ουσ)
grandguignol (ουσ αρσ )
grandiflora (επίθ.)
grandigia (θηλ.ουσ)
grandiloquenza (θηλ.ουσ)
grandinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grandinata (θηλ.ουσ)
grandine (θηλ.ουσ)
grandinifugo (επίθ.)
grandinio (ουσ αρσ )
grandiosamente (επίρ.)
grandiosità (θηλ.ουσ)
grandioso (επίθ.)
granduca (ουσ αρσ )
granducale (επίθ.)
granducato (ουσ αρσ )
granduchessa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---