Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgrandiosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [grandjosiˈta] 1 αίγλη 2 μεγαλοπρέπεια 3 επιβλητικότητα 4 μεγαλείο 5 μεγαλειότητα 6 ηγεμονικότητα 7 λαμπρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |