Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranellóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [granelˈloso], [granelˈlozo] 1 αποτελούμενος από κόκκους 2 σπυρωτός 3 κοκκώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |