Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranìglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [graˈniʎʎa] 1 άμμος χοντρόκοκκη 2 πετραδάκι 3 χαλίκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |