Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


granìglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graˈniʎʎa]

1 άμμος χοντρόκοκκη
2 πετραδάκι
3 χαλίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  granifero granigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grangia (θηλ.ουσ)
granguignolesco (επίθ.)
granicolo (επίθ.)
granicoltura (θηλ.ουσ)
granifero (επίθ.)
graniglia (θηλ.ουσ)
granigliare (ρ. μτβ.)
granire (ρ.αμτβ.)
granire (ρ. μτβ.)
granita (θηλ.ουσ)
granitico (επίθ.)
granito (ουσ αρσ )
granitura (θηλ.ουσ)
granivoro (επίθ.)
grano (ουσ αρσ )
granoturco (ουσ αρσ )
granturco (ουσ αρσ )
granturismo (αρσ. επίθ και ουσ)
granulare (επίθ.)
granulare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---