Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percentualizzàre (ρ. μτβ.) percuòtere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percepìbile (επίθ.) percuotersi (ρ.μ. (αντων.))
percepìre (ρ. μτβ.) percussióne (θηλ.ουσ)
percettìbile (επίθ.) percussóre (αρσ. επίθ και ουσ)
percettibilità (θηλ.ουσ) perdènte (ουσ αρσ και θηλ.)
percettìva (θηλ.ουσ) perdènte (επίθ.)
percettività (θηλ.ουσ) pèrdere (ρ.αμτβ.)
percettìvo (αρσ. επίθ και ουσ) pèrdere (ρ. μτβ.)
percettóre (αρσ. επίθ και ουσ) perdersi (ρ.μ. (αντων.))
percezióne (θηλ.ουσ) perdiàna (επιφ.)
perché (ουσ αρσ ) perdigiórno (ουσ αρσ και θηλ.)
perché (σύνδ.) perdìnci (επιφ.)
perché (επίρ.) perdindirindìna (επιφ.)
perciò (σύνδ.) perdìo (επιφ.)
percloràto (ουσ αρσ ) pèrdita (θηλ.ουσ)
perclòrico (επίθ.) perditèmpo (ουσ αρσ και θηλ.)
perclorùro (ουσ αρσ ) perditóre (ουσ αρσ )
percolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) perdizióne (θηλ.ουσ)
percolatóre (αρσ. επίθ και ουσ) perdonàbile (επίθ.)
percolazióne (θηλ.ουσ) perdonàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percorrènza (θηλ.ουσ) perdonarsi (ρ.μ. (αντων.))
percórrere (ρ. μτβ.) perdóno (ουσ αρσ )
percorrìbile (επίθ.) perduellióne (θηλ.ουσ)
percórso (αρσ. επίθ και ουσ) perduràre (ρ.αμτβ.)
percòssa (θηλ.ουσ) perdurévole (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: