Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perduràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [perduˈrare]

1 συνεχίζω
2 εμμένω
3 διατηρώ
4 επιμένω
5 διαρκώ
6 παραμένω σταθερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perduellione perdurevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perdonabile (επίθ.)
perdonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
perdonarsi (ρ.μ. (αντων.))
perdono (ουσ αρσ )
perduellione (θηλ.ουσ)
perdurare (ρ.αμτβ.)
perdurevole (επίθ.)
perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---