Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perdonàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perdoˈnabile]

1 αφέσιμος
2 συγχωρητέος
3 συγχωρήσιμος
4 συγγνωστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perdizione perdonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perdio (επιφ.)
perdita (θηλ.ουσ)
perditempo (ουσ αρσ και θηλ.)
perditore (ουσ αρσ )
perdizione (θηλ.ουσ)
perdonabile (επίθ.)
perdonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
perdonarsi (ρ.μ. (αντων.))
perdono (ουσ αρσ )
perduellione (θηλ.ουσ)
perdurare (ρ.αμτβ.)
perdurevole (επίθ.)
perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---