Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèrdita  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrdita]

1 το χάσιμο, η απώλεια
2 (gocciolamento) η διαρροή
3 economia το χασούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perdio perditempo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perdiana (επιφ.)
perdigiorno (ουσ αρσ και θηλ.)
perdinci (επιφ.)
perdindirindina (επιφ.)
perdio (επιφ.)
perdita (θηλ.ουσ)
perditempo (ουσ αρσ και θηλ.)
perditore (ουσ αρσ )
perdizione (θηλ.ουσ)
perdonabile (επίθ.)
perdonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
perdonarsi (ρ.μ. (αντων.))
perdono (ουσ αρσ )
perduellione (θηλ.ουσ)
perdurare (ρ.αμτβ.)
perdurevole (επίθ.)
perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---