Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperdizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perditˈtsjone] 1 βλάβη 2 καταστροφή 3 χάσιμο 4 κατάρα 5 απώλεια 6 αφανισμός 7 εκθεμελίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |