Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peregrinità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peregriniˈta]

1 ιδιομορφία
2 παραδοξότητα
3 ιδιαιτερότητα
4 ιδιοτροπία
5 ιδιορρυθμία
6 μοναδικότητα
7 σπανιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peregrinazione peregrino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perdurevole (επίθ.)
perdutamente (επίρ.)
perduto (επίθ.)
peregrinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
peregrinazione (θηλ.ουσ)
peregrinità (θηλ.ουσ)
peregrino (αρσ. επίθ και ουσ)
perenne (επίθ.)
perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---